- λευκοτέρας
- λευκοτέρᾱς , λευκόςlightfem acc comp plλευκοτέρᾱς , λευκόςlightfem gen comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραιγιαλίτης — ὁ, θηλ. παραιγιαλῑτις, ΜΑ 1. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται ή ζει κοντά στον αιγιαλό, στην ακτή 2. ως ουσ. είδος ψαριού που ζει κοντά στον αιγιαλό μσν. το θηλ. ἡ παραιγιαλῑτις (ενν. θάλασσα) το τμήμα τής θάλασσας κοντά στον αιγιαλό («τῆς… … Dictionary of Greek